- εσμός
- οπλήθος πυκνό, σμάρι, σμήνος: Εσμός μελισσών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐσμός — ἑσμός that which settles masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσμός — that which settles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσμός — (I) ο (AM ἑσμός) 1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος 2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ. «ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία τής λ. από σύνθετο ε… … Dictionary of Greek
ἐσμοῖσι — ἑσμός that which settles masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμοί — ἑσμός that which settles masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμοῦ — ἑσμός that which settles masc gen sg (ionic) σμόω imperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμούς — ἑσμός that which settles masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμῶν — ἑσμός that which settles masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμῷ — ἑσμός that which settles masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμόν — ἑσμός that which settles masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)